- καπυρίδια
- κᾰπῠρ-ίδια, ων, τά, a kind ofA cakes, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.3.113d codd.:—perh. [full] καπύρια (
καπήρια Suid.
), cf. POxy.1655.3 (iii A.D.); [full] καπύριον, crustulum, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καπήρια Suid.
), cf. POxy.1655.3 (iii A.D.); [full] καπύριον, crustulum, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καπυρίδια — καπυρίδια, τὰ (Α) [καπυρός] φρ. «καπυρίδια τράκτα» είδος πίτας … Dictionary of Greek